πυροκολλώδιο

πυροκολλώδιο
το, Ν
χημ. ποικιλία νιτροκυτταρίνης που περιέχει άζωτο σε αναλογία από 12, 45% ώς 12, 75%, πλήρως διαλυτή σε μίγμα αιθυλικής αλκοόλης και αιθέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrocollodion < pyro- (< πυρ) + collodion (< κολλώδης < κόλλα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”